ακαμάτης
希臘語 编辑
名詞 编辑
ακαμάτης (akamátis) m (复数 ακαμάτηδες,阴性 ακαμάτρα 或 ακαμάτισσα)
變格 编辑
ακαμάτης的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | ακαμάτης • | ακαμάτηδες • |
屬格 | ακαμάτη • | ακαμάτηδων • |
賓格 | ακαμάτη • | ακαμάτηδες • |
呼格 | ακαμάτη • | ακαμάτηδες • |
近義詞 编辑
- τεμπέλης m (tempélis)
同類詞彙 编辑
- αλήτης n (alítis, “乞丐”)
- αργόσχολος (argóscholos, “怕幹活的”)
- 並對比:ακάματος (akámatos, “不知疲倦的”)
相關詞彙 编辑
- ακαματεύω (akamatévo, “懶惰”)