ακαπίστρωτος
希臘語 编辑
形容詞 编辑
ακαπίστρωτος (akapístrotos) m (陰性 ακαπίστρωτη,中性 ακαπίστρωτο)
變格 编辑
ακαπίστρωτος 的變格
數 格 / 性 |
單數 | 複數 | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
陽性 | 陰性 | 中性 | 陽性 | 陰性 | 中性 | |
主格 | ακαπίστρωτος • | ακαπίστρωτη • | ακαπίστρωτο • | ακαπίστρωτοι • | ακαπίστρωτες • | ακαπίστρωτα • |
屬格 | ακαπίστρωτου • | ακαπίστρωτης • | ακαπίστρωτου • | ακαπίστρωτων • | ακαπίστρωτων • | ακαπίστρωτων • |
賓格 | ακαπίστρωτο • | ακαπίστρωτη • | ακαπίστρωτο • | ακαπίστρωτους • | ακαπίστρωτες • | ακαπίστρωτα • |
呼格 | ακαπίστρωτε • | ακαπίστρωτη • | ακαπίστρωτο • | ακαπίστρωτοι • | ακαπίστρωτες • | ακαπίστρωτα • |
相關詞彙 编辑
- καπίστρι n (kapístri, “籠頭”)