ακαπίστρωτος

希臘語 编辑

形容詞 编辑

ακαπίστρωτος (akapístrotosm (陰性 ακαπίστρωτη,中性 ακαπίστρωτο)

  1. (馬術) 未繫韁繩
  2. (比喻) 肆無忌憚

變格 编辑

相關詞彙 编辑