ακριβοθυγατέρα

希臘語

编辑

詞源

编辑

ακριβο- (akrivo-, 珍貴的) +‎ θυγατέρα (thygatéra, 女兒)

名詞

编辑

ακριβοθυγατέρα (akrivothygatéraf (复数 ακριβοθυγατέρες,阳性 ακριβογιός)

  1. 愛女
  2. (引申) 獨生女

變格

编辑