αλευροποίηση

希臘語 编辑

詞源 编辑

αλεύρι (alévri, 麵粉) +‎ -ποίηση (-poíisi)

名詞 编辑

αλευροποίηση (alevropoíisif (复数 αλευροποιήσεις)

  1. 麵粉

變格 编辑

相關詞彙 编辑