αλιευτικό
希臘語 编辑
發音 编辑
詞源1 编辑
源自古希臘語 ἁλιευτικός (halieutikós, “捕魚的”),派生自ἁλιεύω (halieúō, “捕魚,釣魚”),派生自ἁλιεύς (halieús, “漁民”),派生自ἅλς (háls, “鹽;海”)。
名詞 编辑
αλιευτικό (alieftikó) n (复数 αλιευτικά)
變格 编辑
αλιευτικό的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | αλιευτικό • | αλιευτικά • |
屬格 | αλιευτικού • | αλιευτικών • |
賓格 | αλιευτικό • | αλιευτικά • |
呼格 | αλιευτικό • | αλιευτικά • |
相關詞彙 编辑
- 參見:αλιεία n (alieía, “捕魚,釣魚”)
參考資料 编辑
- αλιευτικό in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
詞源2 编辑
請參閲主詞條的词源章節。
形容詞 编辑
αλιευτικό (alieftikó)
- αλιευτικός (alieftikós)的賓格單數陽性形式。
- αλιευτικός (alieftikós)的主格、賓格與呼格單數中性形式。