αλκοολούχος

希臘語 编辑

發音 编辑

形容詞 编辑

αλκοολούχος (alkooloúchosm (陰性 αλκοολούχος αλκοολούχα,中性 αλκοολούχο)

  1. 含有酒精
    αλκοολούχο ποτόalkooloúcho potó酒精飲料

變格 编辑

相關詞彙 编辑

  • 並參見:αλκοόλ n (alkoól, 酒精;烈酒;乙醇)