αμπερόμετρο

希臘語 编辑

名詞 编辑

αμπερόμετρο (amperómetron (复数 αμπερόμετρα)

  1. (電力) 電流錶

變格 编辑

相關詞彙 编辑

拓展閱讀 编辑