αμπερόμετρο
希臘語
编辑名詞
编辑αμπερόμετρο (amperómetro) n (复数 αμπερόμετρα)
- (電力) 電流錶
變格
编辑αμπερόμετρο的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | αμπερόμετρο • | αμπερόμετρα • |
屬格 | αμπερόμετρου • | αμπερόμετρων • |
賓格 | αμπερόμετρο • | αμπερόμετρα • |
呼格 | αμπερόμετρο • | αμπερόμετρα • |
相關詞彙
编辑- 參見:αμπέρ n (ampér, “安培”)