αμυγδαλεκτομή

希臘語 编辑

名詞 编辑

αμυγδαλεκτομή (amygdalektomíf (复数 αμυγδαλεκτομές)

  1. (醫學) 扁桃體切除術

變格 编辑

近義詞 编辑

相關詞彙 编辑