首页
随机
登录
设置
资助
关于维基词典
免责声明
搜索
αναπηρία
语言
监视本页
编辑
目录
1
希臘語
1.1
名詞
1.1.1
變格
1.1.2
相關詞彙
希臘語
编辑
名詞
编辑
αναπηρία
(
anapiría
)
m
(复数
ανάπηροι
)
殘疾
,
殘障
變格
编辑
αναπηρία的變格
單數
複數
主格
αναπηρία
•
αναπηρίες
•
屬格
αναπηρίας
•
αναπηριών
•
賓格
αναπηρία
•
αναπηρίες
•
呼格
αναπηρία
•
αναπηρίες
•
相關詞彙
编辑
ανάπηρος
(
anápiros
,
“
殘疾的
”
)
ανάπηρος
m
(
anápiros
,
“
殘疾人
”
)
αναπηρικός
(
anapirikós
,
“
殘疾人專用的
”
)