希臘語 编辑

形容詞 编辑

ανατολικές (anatolikés)

  1. ανατολικός (anatolikós)主格複數陰性形式。
  2. ανατολικός (anatolikós)賓格複數陰性形式。
  3. ανατολικός (anatolikós)呼格複數陰性形式。