ανατομικός
希腊语
编辑形容词
编辑ανατομικός (anatomikós) m (陰性 ανατομική,中性 ανατομικό)
变格
编辑 ανατομικός 的變格
數 格 / 性 |
單數 | 複數 | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
陽性 | 陰性 | 中性 | 陽性 | 陰性 | 中性 | |
主格 | ανατομικός | ανατομική | ανατομικό | ανατομικοί | ανατομικές | ανατομικά |
屬格 | ανατομικού | ανατομικής | ανατομικού | ανατομικών | ανατομικών | ανατομικών |
賓格 | ανατομικό | ανατομική | ανατομικό | ανατομικούς | ανατομικές | ανατομικά |
呼格 | ανατομικέ | ανατομική | ανατομικό | ανατομικοί | ανατομικές | ανατομικά |
相关词汇
编辑- 參見:ανατομία f (anatomía, “解剖學”)