ανεμιστήρας
希臘語 编辑
名詞 编辑
ανεμιστήρας (anemistíras) m (复数 ανεμιστήρες)
變格 编辑
ανεμιστήρας的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | ανεμιστήρας • | ανεμιστήρες • |
屬格 | ανεμιστήρα • | ανεμιστήρων • |
賓格 | ανεμιστήρα • | ανεμιστήρες • |
呼格 | ανεμιστήρα • | ανεμιστήρες • |
相關詞彙 编辑
- 參見:ανεμίζω (anemízo, “使通風”)
- 並參見:άνεμος m (ánemos, “風”)