ανθοπώλης
希臘語 编辑
名詞 编辑
ανθοπώλης (anthopólis) m (复数 ανθοπώλες,阴性 ανθοπώλισσα 或 ανθοπώλιδα)
變格 编辑
ανθοπώλης的變格
相關詞彙 编辑
- ανθοκόμος m 或 f (anthokómos, “花藝家”)
- ανθοπωλείο n (anthopoleío, “花店”)
- 並參見:άνθος n (ánthos, “花”)
ανθοπώλης (anthopólis) m (复数 ανθοπώλες,阴性 ανθοπώλισσα 或 ανθοπώλιδα)