ανθρωπιστικός

希臘語 编辑

形容詞 编辑

ανθρωπιστικός (anthropistikósm (陰性 ανθρωπιστική,中性 ανθρωπιστικό)

  1. 人道
    ανθρωπιστική βοήθειαanthropistikí voḯtheia人道主義援助
    近義詞: φιλάνθρωπος (filánthropos)
  2. 人文
    ανθρωπιστικές σπουδέςanthropistikés spoudés人文學科

變格 编辑

相關詞彙 编辑