ανθυπίατρος

希臘語 编辑

名詞 编辑

ανθυπίατρος (anthypíatrosm (复数 ανθυπίατροι)

  1. (軍事醫學) 軍醫 (相對於中尉軍銜)

變格 编辑

相關詞彙 编辑