希臘語

编辑

發音

编辑

名詞

编辑

ανιλίνη (anilínif (复数 ανιλίνες)

  1. (有機化學) 苯胺
    近義詞: αμινοβενζόλιο (aminovenzólio)βενζεναμίνη (venzenamíni)φαινυλαμίνη (fainylamíni)

變格

编辑

延伸閱讀

编辑