希臘語

编辑

詞源

编辑

源自中世紀中古希臘語 ἀνταμώνω (antamṓnō),源自ἀντάμα (antáma) + -ώνω (-óno, 動詞後綴)。參見古希臘語短語ἐν τῷ ἅμα (en tôi háma, 一起)[1][2]

發音

编辑

動詞

编辑

ανταμώνω (antamóno) (過去簡單式 αντάμωσα被動語態 ανταμώνομαι)

  1. (熟稱) 見面
    近義詞:συναντώ (synantó)

變位

编辑

相關詞彙

编辑

參考資料

编辑
  1. ανταμώνω in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
  2. Template:R:Babiniotis 2010