αντιπολίτευση

希臘語

编辑

名詞

编辑

αντιπολίτευση (antipolítefsif (复数 αντιπολιτεύσεις)

  1. (政治) 反對派

變格

编辑

相關詞彙

编辑

拓展閱讀

编辑