希臘語

编辑

詞源

编辑

άντρας (ántras) +‎ -ούλης (-oúlis)

名詞

编辑

αντρούλης (antroúlism (复数 αντρούληδες)

  1. άντρας (ántras, 丈夫)指小詞

變格

编辑

相關詞彙

编辑