αποκεφαλιστής

希臘語 编辑

名詞 编辑

αποκεφαλιστής (apokefalistísm (复数 αποκεφαλιστές)

  1. 劊子手

變格 编辑

相關詞彙 编辑

延伸閱讀 编辑