希臘語 编辑

詞源 编辑

源自古希臘語 ἀποστάζω (一滴一滴掉落)意譯法語 distiller。等同於απο- () +‎ στάζω (滴落)

發音 编辑

  • IPA(幫助)/a.poˈsta.zo/
  • 斷字:α‧πο‧στά‧ζω

動詞 编辑

αποστάζω (apostázo) (過去簡單式 απόσταξα/απέσταξα被動語態 αποστάζομαι)

  1. (化學) 蒸餾

變位 编辑

相關詞彙 编辑

拓展閱讀 编辑