αρχειοφύλακας

希臘語 编辑

詞源 编辑

源自 αρχειο (archeio, 檔案) +‎ φύλακας (fýlakas, 保管人,管理人)

名詞 编辑

αρχειοφύλακας (archeiofýlakasm f (复数 αρχειοφύλακες)

  1. 檔案員

變格 编辑

相關詞彙 编辑