αστυνομικός

希臘語

编辑

名詞

编辑

αστυνομικός (astynomikósm (复数 αστυνομικοί,阴性 αστυνομικίνα)

  1. 警察

變格

编辑

近義詞

编辑

相關詞彙

编辑