αυτοκρατορικοί

希臘語

编辑

形容詞

编辑

αυτοκρατορικοί (aftokratorikoí)

  1. αυτοκρατορικός (aftokratorikós)主格複數陽性形式。
  2. αυτοκρατορικός (aftokratorikós)呼格複數陽性形式。