希臘語 编辑

詞源 编辑

βάρκα (várka, 小舟,小艇) +‎ -άρης (-áris)

名詞 编辑

βαρκάρης (varkárism (复数 βαρκάρηδες,阴性 βαρκάρισσα)

  1. 船夫

變格 编辑