βασίλειο
參見:Βασίλειο
希臘語 编辑
詞源 编辑
繼承自古希臘語 βασίλειον (basíleion, “宮殿,首都”)。
名詞 编辑
βασίλειο (vasíleio) n (复数 βασίλεια)
變格 编辑
βασίλειο的變格
同類詞彙 编辑
分類學類別
* επικράτεια • f (“域”) | * ομοταξία • f (“綱”) | * γένος • n (“屬”) |
* βασίλειο • n (“界”) | * τάξη • f (“目”) | * είδος • n (“種”) |
* συνομοταξία • f (“門”) | * οικογένεια • f (“科”) | * υποείδος • n (“亞種”) |
相關詞彙 编辑
- Ηνωμένο Βασίλειο n (Inoméno Vasíleio, “英國,聯合王國”)
- υπερβασίλειο n (ypervasíleio, “領土”)
拓展閱讀 编辑
- Βασίλειο (βιολογία)在希臘語維基百科上的資料。維基百科 el