βασικός
希臘語
编辑詞源
编辑形容詞
编辑βασικός (vasikós) m (陰性 βασική,中性 βασικό)
變格
编辑 βασικός 的變格
添加後綴的比較程度
比較級 | 单数 | 复数 | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
阳性 | 阴性 | 中性 | 阳性 | 阴性 | 中性 | |
主格 | βασικότερος • | βασικότερη • | βασικότερο • | βασικότεροι • | βασικότερες • | βασικότερα • |
屬格 | βασικότερου • | βασικότερης • | βασικότερου • | βασικότερων • | βασικότερων • | βασικότερων • |
賓格 | βασικότερο • | βασικότερη • | βασικότερο • | βασικότερους • | βασικότερες • | βασικότερα • |
呼格 | βασικότερε • | βασικότερη • | βασικότερο • | βασικότεροι • | βασικότερες • | βασικότερα • |
衍生 | 相對最高級:ο + 比較級形式(如“ο βασικότερος”) | |||||
絕對最高級 | 单数 | 复数 | ||||
阳性 | 阴性 | 中性 | 阳性 | 阴性 | 中性 | |
主格 | βασικότατος • | βασικότατη • | βασικότατο • | βασικότατοι • | βασικότατες • | βασικότατα • |
屬格 | βασικότατου • | βασικότατης • | βασικότατου • | βασικότατων • | βασικότατων • | βασικότατων • |
賓格 | βασικότατο • | βασικότατη • | βασικότατο • | βασικότατους • | βασικότατες • | βασικότατα • |
呼格 | βασικότατε • | βασικότατη • | βασικότατο • | βασικότατοι • | βασικότατες • | βασικότατα • |
近義詞
编辑- υποτυπώδης (ypotypódis, “基本的,不發達的”)
- στοιχειώδης (stoicheiódis, “基本的,基礎的”)
相關詞彙
编辑- βασικά (vasiká, “基礎地”)
- 並參見:βάση (vási, “地基,基礎”)