參見:βλῆμα

希臘語

编辑

名詞

编辑

βλήμα (vlíman (复数 βλήματα)

  1. 炮彈導彈
    διηπειρωτικό βλήμαdiipeirotikó vlíma洲際導彈
  2. (口語) 傻子蠢貨

變格

编辑

拓展閱讀

编辑