βουλγαρικός
希臘語 编辑
形容詞 编辑
βουλγαρικός (voulgarikós) m (陰性 βουλγαρική,中性 βουλγαρικό)
- 保加利亞的
變格 编辑
βουλγαρικός 的變格
數 格 / 性 |
單數 | 複數 | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
陽性 | 陰性 | 中性 | 陽性 | 陰性 | 中性 | |
主格 | βουλγαρικός | βουλγαρική | βουλγαρικό | βουλγαρικοί | βουλγαρικές | βουλγαρικά |
屬格 | βουλγαρικού | βουλγαρικής | βουλγαρικού | βουλγαρικών | βουλγαρικών | βουλγαρικών |
賓格 | βουλγαρικό | βουλγαρική | βουλγαρικό | βουλγαρικούς | βουλγαρικές | βουλγαρικά |
呼格 | βουλγαρικέ | βουλγαρική | βουλγαρικό | βουλγαρικοί | βουλγαρικές | βουλγαρικά |
相關詞彙 编辑
- 參見:Βουλγαρία f (Voulgaría, “保加利亞”)