βουτυρωμένος
希臘語
编辑詞源
编辑βουτυρώνομαι (voutyrónomai) 的完成分詞,βουτυρώνω (voutyróno, “塗黃油”)的被動態。
發音
编辑分詞
编辑βουτυρωμένος (voutyroménos) m (陰性 βουτυρωμένη,中性 βουτυρωμένο)
- 塗有黃油的
- το βουτυρωμένο ψωμί ― to voutyroméno psomí ― 塗有黃油的麵包
變格
编辑 βουτυρωμένος 的變格
數 格 / 性 |
單數 | 複數 | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
陽性 | 陰性 | 中性 | 陽性 | 陰性 | 中性 | |
主格 | βουτυρωμένος • | βουτυρωμένη • | βουτυρωμένο • | βουτυρωμένοι • | βουτυρωμένες • | βουτυρωμένα • |
屬格 | βουτυρωμένου • | βουτυρωμένης • | βουτυρωμένου • | βουτυρωμένων • | βουτυρωμένων • | βουτυρωμένων • |
賓格 | βουτυρωμένο • | βουτυρωμένη • | βουτυρωμένο • | βουτυρωμένους • | βουτυρωμένες • | βουτυρωμένα • |
呼格 | βουτυρωμένε • | βουτυρωμένη • | βουτυρωμένο • | βουτυρωμένοι • | βουτυρωμένες • | βουτυρωμένα • |
衍生 | 比較級:πιο + 肯定形(如 πιο βουτυρωμένος) 相對最高級:定冠詞 + πιο + 肯定形(如 ο πιο βουτυρωμένος) |
相關詞彙
编辑- 參見:βούτυρο n (voútyro, “黃油”)