希臘語

编辑

詞源

编辑

源自古希臘語 γενειάς (geneiás)

名詞

编辑

γενειάδα (geneiádaf (复数 γενειάδες)

  1. 鬍鬚
    近義詞:γένι (géni)πώγων (pógon)

變格

编辑

拓展閱讀

编辑