δαμάσκηνο
希臘語
编辑詞源
编辑源自中古希臘語 δαμάσκηνον (damáskēnon),源自通用希臘語 Δαμασκός (Damaskós, “大馬士革”)。
發音
编辑名詞
编辑δαμάσκηνο (damáskino) n (复数 δαμάσκηνα)
變格
编辑δαμάσκηνο的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | δαμάσκηνο • | δαμάσκηνα • |
屬格 | δαμάσκηνου • | δαμάσκηνων • |
賓格 | δαμάσκηνο • | δαμάσκηνα • |
呼格 | δαμάσκηνο • | δαμάσκηνα • |
同類詞彙
编辑- κορόμηλο n (korómilo, “櫻桃李”)
相關詞彙
编辑- αγριοδαμάσκηνο n (agriodamáskino, “乌荆子李”)
- δαμασκηνί f (damaskiní, “李子色”)
- δαμασκηνιά f (damaskiniá, “李樹”)
- ξερό δαμάσκηνο f (xeró damáskino, “李子乾”)
- πράσινο δαμάσκηνο n (prásino damáskino, “青梅”)
派生語彙
编辑- → 阿羅馬尼亞語: damaschin