δοκιμαστήριο
希臘語 编辑
名詞 编辑
δοκιμαστήριο (dokimastírio) n (复数 dokimastírio)
變格 编辑
δοκιμαστήριο的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | δοκιμαστήριο • | δοκιμαστήρια • |
屬格 | δοκιμαστηρίου • | δοκιμαστηρίων • |
賓格 | δοκιμαστήριο • | δοκιμαστήρια • |
呼格 | δοκιμαστήριο • | δοκιμαστήρια • |
相關詞彙 编辑
- δοκιμή f (dokimí, “試驗,測試”)