首页
随机
登录
设置
资助
关于维基词典
免责声明
搜索
δούλος
语言
监视本页
编辑
參見:
δοῦλος
目录
1
希臘語
1.1
詞源
1.2
發音
1.3
名詞
1.3.1
變格
1.3.2
相關詞彙
1.4
拓展閱讀
希臘語
编辑
詞源
编辑
借自
古希臘語
δοῦλος
(
doûlos
)
。
發音
编辑
國際音標
(
幫助
)
:
/ˈðu.los/
斷字:
δού‧λος
名詞
编辑
δούλος
(
doúlos
)
m
(复数
δούλοι
,阴性
δούλα
)
(另陰性形
(
正式
、
古舊
)
δούλη
(
doúli
)
)
奴隸
近義詞:
σκλάβος
(
sklávos
)
、
ανδράποδο
(
andrápodo
)
變格
编辑
δούλος的變格
單數
複數
主格
δούλος
•
δούλοι
•
屬格
δούλου
•
δούλων
•
賓格
δούλο
•
δούλους
•
呼格
δούλε
•
δούλοι
•
相關詞彙
编辑
δουλεία
f
(
douleía
,
“
奴役
”
)
δουλειά
f
(
douleiá
,
“
工作
”
)
並參見:
δουλειά
f
(
douleiá
,
“
工作
”
)
拓展閱讀
编辑
δούλος
in
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
[
Dictionary of Standard Modern Greek
], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.