希臘語

编辑

詞源

编辑

古典借詞,源自古希臘語 δραστήριος (drastḗrios)[1]

發音

编辑

形容詞

编辑

δραστήριος (drastíriosm (陰性 δραστήρια,中性 δραστήριο)

  1. 活躍
  2. 積極的,主動

變格

编辑

派生詞彙

编辑

相關詞彙

编辑

參考資料

编辑
  1. δραστήριος in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.