δραστήριος
希臘語
编辑詞源
编辑古典借詞,源自古希臘語 δραστήριος (drastḗrios)。[1]
發音
编辑形容詞
编辑δραστήριος (drastírios) m (陰性 δραστήρια,中性 δραστήριο)
變格
编辑 δραστήριος 的變格
數 格 / 性 |
單數 | 複數 | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
陽性 | 陰性 | 中性 | 陽性 | 陰性 | 中性 | |
主格 | δραστήριος • | δραστήρια • | δραστήριο • | δραστήριοι • | δραστήριες • | δραστήρια • |
屬格 | δραστήριου • | δραστήριας • | δραστήριου • | δραστήριων • | δραστήριων • | δραστήριων • |
賓格 | δραστήριο • | δραστήρια • | δραστήριο • | δραστήριους • | δραστήριες • | δραστήρια • |
呼格 | δραστήριε • | δραστήρια • | δραστήριο • | δραστήριοι • | δραστήριες • | δραστήρια • |
衍生 | 比較級:πιο + 肯定形(如 πιο δραστήριος) 相對最高級:定冠詞 + πιο + 肯定形(如 ο πιο δραστήριος) |
派生詞彙
编辑- δραστήρια (drastíria, 副詞)
- δραστηριότητα f (drastiriótita, “主動;活動”)
相關詞彙
编辑- 參見:δρω (dro)
參考資料
编辑- ↑ δραστήριος in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.