δυνατώτερος

古希臘語 编辑

發音 编辑

 

形容詞 编辑

δῠνᾰτώτερος (dunatṓterosm (陰性 δῠνᾰτωτέρᾱ,中性 δῠνᾰτώτερον); 第一類/第二類

  1. δῠνᾰτός (dunatós)比較級

變格 编辑