δυσνόητος
希臘語
编辑形容詞
编辑δυσνόητος (dysnóitos) m (陰性 δυσνόητη,中性 δυσνόητο)
變格
编辑 δυσνόητος 的變格
數 格 / 性 |
單數 | 複數 | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
陽性 | 陰性 | 中性 | 陽性 | 陰性 | 中性 | |
主格 | δυσνόητος • | δυσνόητη • | δυσνόητο • | δυσνόητοι • | δυσνόητες • | δυσνόητα • |
屬格 | δυσνόητου • | δυσνόητης • | δυσνόητου • | δυσνόητων • | δυσνόητων • | δυσνόητων • |
賓格 | δυσνόητο • | δυσνόητη • | δυσνόητο • | δυσνόητους • | δυσνόητες • | δυσνόητα • |
呼格 | δυσνόητε • | δυσνόητη • | δυσνόητο • | δυσνόητοι • | δυσνόητες • | δυσνόητα • |
衍生 | 比較級:πιο + 肯定形(如 πιο δυσνόητος) 相對最高級:定冠詞 + πιο + 肯定形(如 ο πιο δυσνόητος) |