εκλογή (eklogí) f (复数 εκλογές)
- 選舉(行為或結果)
Θεωρούσε βέβαιη την εκλογή της στην πρωθυπουργία.- Theoroúse vévaii tin eklogí tis stin prothypourgía.
- 她认为自己当选首相是板上钉钉的事。
- (使用複數形式 εκλογές (eklogés)) 選舉的過程
Ποιος κέρδισε τις εκλογές;- Poios kérdise tis eklogés?
- 谁赢得了选举?