εκπαιδεύτρια

希臘語

编辑

名詞

编辑

εκπαιδεύτρια (ekpaidéftriaf (复数 εκπαιδεύτριες,阳性 εκπαιδευτής)

  1. (運動) 教練

變格

编辑

近義詞

编辑

同類詞彙

编辑