ελεφαντοστό

希臘語 编辑

詞源 编辑

ελέφαντας (eléfantas, ) +‎ οστό (ostó, )

名詞 编辑

ελεφαντοστό (elefantostón (复数 ελεφαντοστά)

  1. 象牙

變格 编辑

近義詞 编辑

派生詞 编辑