希臘語

编辑

詞源

编辑

源自 ελληνικός (ellinikós, 希臘的)

發音

编辑
  • 國際音標(幫助): [eliniˈka]
  • 音頻(檔案)
  • 斷字:ελ‧λη‧νι‧κά

名詞

编辑

ελληνικά (ellinikán 

  1. 希臘語
    Ο άνδρας μιλούσε άπταιστα ελληνικά.O ándras miloúse áptaista elliniká.那個人會講流利的希臘語
    近義詞:η ελληνική γλώσσα (i ellinikí glóssa)η ελληνική λαλιά (i ellinikí laliá)

變格

编辑

下位詞

编辑

相關詞彙

编辑

延伸閱讀

编辑

形容詞

编辑

ελληνικά (elliniká)

  1. ελληνικός (ellinikós)主格賓格呼格複數形式。