εμπόρευμα
希臘語
编辑名詞
编辑εμπόρευμα (empórevma) n (复数 εμπορεύματα)
變格
编辑εμπόρευμα的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | εμπόρευμα • | εμπορεύματα • |
屬格 | εμπορεύματος • | εμπορευμάτων • |
賓格 | εμπόρευμα • | εμπορεύματα • |
呼格 | εμπόρευμα • | εμπορεύματα • |
近義詞
编辑- πραμάτεια f (pramáteia, “尤指上門銷售的商品”)
相關詞彙
编辑- 參見:εμπόριο n (empório, “商業,貿易”)