εντομοκτόνο

希臘語

编辑

名詞

编辑

εντομοκτόνο (entomoktónon (复数 εντομοκτόνα)

  1. (化學園藝) 殺蟲劑

變格

编辑

形容詞

编辑

εντομοκτόνο (entomoktóno)

  1. εντομοκτόνος (entomoktónos)賓格單數陽性形式。
  2. εντομοκτόνος (entomoktónos)主格賓格呼格單數中性形式。