首页
随机
登录
设置
资助
关于维基词典
免责声明
搜索
εξορία
语言
监视本页
编辑
目录
1
希臘語
1.1
名詞
1.1.1
變格
1.1.2
相關詞彙
希臘語
编辑
名詞
编辑
εξορία
(
exoría
)
f
(复数
εξορίες
)
流放
,
放逐
變格
编辑
εξορία的變格
單數
複數
主格
εξορία
•
εξορίες
•
屬格
εξορίας
•
εξοριών
•
賓格
εξορία
•
εξορίες
•
呼格
εξορία
•
εξορίες
•
相關詞彙
编辑
εξορίζω
(
exorízo
,
“
流放
”
)
εξόριστος
(
exóristos
,
“
流亡的
”
)
εξόριστος
m
(
exóristos
,
“
流亡者
”
)
εξόριστη
f
(
exóristi
,
“
流亡者
”
)