επιπεφυκίτιδα

希臘語

编辑

詞源

编辑

επιπεφυκώς (epipefykós) +‎ -ίτιδα (-ítida)

名詞

编辑

επιπεφυκίτιδα (epipefykítidaf (复数 επιπεφυκίτιδες)

  1. (醫學) 結膜炎

變格

编辑