希臘語 编辑

名詞 编辑

εσωτερικό (esoterikón (复数 εσωτερικά)

  1. 內部

變格 编辑

形容詞 编辑

εσωτερικό (esoterikó)

  1. εσωτερικός (esoterikós)賓格單數陽性形式。
  2. εσωτερικός (esoterikós)主格賓格呼格單數中性形式。