ετήσιος
希臘語
编辑詞源
编辑源自έτος (étos, “年”)。
形容詞
编辑ετήσιος (etísios) m (陰性 ετήσια,中性 ετήσιο)
- 每年的
變格
编辑 ετήσιος 的變格
數 格 / 性 |
單數 | 複數 | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
陽性 | 陰性 | 中性 | 陽性 | 陰性 | 中性 | |
主格 | ετήσιος • | ετήσια • | ετήσιο • | ετήσιοι • | ετήσιες • | ετήσια • |
屬格 | ετήσιου • | ετήσιας • | ετήσιου • | ετήσιων • | ετήσιων • | ετήσιων • |
賓格 | ετήσιο • | ετήσια • | ετήσιο • | ετήσιους • | ετήσιες • | ετήσια • |
呼格 | ετήσιε • | ετήσια • | ετήσιο • | ετήσιοι • | ετήσιες • | ετήσια • |
衍生 | 比較級:πιο + 肯定形(如 πιο ετήσιος) 相對最高級:定冠詞 + πιο + 肯定形(如 ο πιο ετήσιος) |
參見
编辑- εβδομαδιαίος (evdomadiaíos, “每週的”)
- ημερήσιος (imerísios, “每日的”)
- μηνιαίος (miniaíos, “每月的”)
- ωριαίος (oriaíos, “每小時的”)