ζαχαροδιαβήτης

希臘語 编辑

名詞 编辑

ζαχαροδιαβήτης (zacharodiavítism (复数 ζαχαροδιαβήτες)

  1. (醫學) 糖尿病

變格 编辑

近義詞 编辑

拓展閱讀 编辑