ζαχαροπλάσταινα

希臘語 编辑

名詞 编辑

ζαχαροπλάσταινα (zacharoplástainaf (复数 ζαχαροπλάσταινες,阳性 ζαχαροπλάστης)

  1. () 糕點師

變格 编辑

近義詞 编辑

相關詞彙 编辑

參見:ζαχαροπλαστείο n (zacharoplasteío, 糕點店)
ζάχαρη f (záchari, 蔗糖)