ημερολογιακός
希臘語
编辑形容詞
编辑ημερολογιακός (imerologiakós) m (陰性 ημερολογιακή,中性 ημερολογιακό)
- 日曆的,和日曆相關的
變格
编辑 ημερολογιακός 的變格
數 格 / 性 |
單數 | 複數 | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
陽性 | 陰性 | 中性 | 陽性 | 陰性 | 中性 | |
主格 | ημερολογιακός | ημερολογιακή | ημερολογιακό | ημερολογιακοί | ημερολογιακές | ημερολογιακά |
屬格 | ημερολογιακού | ημερολογιακής | ημερολογιακού | ημερολογιακών | ημερολογιακών | ημερολογιακών |
賓格 | ημερολογιακό | ημερολογιακή | ημερολογιακό | ημερολογιακούς | ημερολογιακές | ημερολογιακά |
呼格 | ημερολογιακέ | ημερολογιακή | ημερολογιακό | ημερολογιακοί | ημερολογιακές | ημερολογιακά |
衍生 | 比較級:πιο + 肯定形(如 πιο ημερολογιακός) 相對最高級:定冠詞 + πιο + 肯定形(如 ο πιο ημερολογιακός) |
相關詞彙
编辑- ημερολόγιο n (imerológio, “日曆”)